Για μία γραβάτα και μια καρέκλα στο δημόσιο δώσαμε την Μακεδονία.
Τέσσερις χιλιάδες επιχειρήσεις πλήττονται από την συμφωνία των Πρεσπών με βάση την οποία παραχωρούνται τα κληρονομικά δικαιώματα της Μακεδονίας.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, οι επιχειρήσεις που έχουν στην εταιρική τους ταυτότητα ή στα προϊόντα τους τον όρο «Μακεδονία» και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτεθειμένες σε περίπτωση εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών υπερβαίνουν τις 4.000.
Η συμφωνία των Πρεσπών, πέραν των άλλων προβλημάτων στον αγροδιατροφικό χώρο και στο περιβάλλον, αφήνει σε πλήρη αοριστία και το θέμα της ονομασίας των περίφημων προϊόντων της Μακεδονικής Γης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1, παρ. 3, εδ. θ΄ υπάρχει μόνο ένα ευχολόγιο για έναν «ειλικρινή, δομημένο και με καλή πίστη διάλογο» μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων και για μια ακαθόριστη διμερή ομάδα ειδικών στο πλαίσιο της ΕΕ με συνεισφορά του ΟΗΕ και του ΔΟΤ, η οποία θα δράσει επί τριετία μετά το 2019. Ωστόσο, εκατοντάδες προϊόντα φέρουν το όνομα της Μακεδονίας μας, ενώ υπάρχει και ο Μακεδονικός Τοπικός Οίνος που είναι Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης. Και φυσικά υπάρχει η παράδοση χιλιάδων ετών στην παρασκευή τροφίμων και στην επινόηση συνταγών που αποτελεί το απόσταγμα του διαχρονικού Μακεδονικού Πολιτισμού με όλες τις ζυμώσεις του χρόνου, γι’ αυτό και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δημιούργησε τα πρότυπα και το σήμα της «Μακεδονικής Κουζίνας». Κι όλα αυτά τα προϊόντα είναι ποιοτικά και ελεγμένα, ενώ αντίθετα είναι γνωστό ότι στην ΠΓΔΜ δεν υπάρχουν τα πρότυπα και οι έλεγχοι που γίνονται στις Ευρωπαϊκές Περιφέρειες της Μακεδονίας (Δυτική, Κεντρική και Ανατολική). Οι κίνδυνοι (παραπλάνηση καταναλωτή ως προς την προέλευση, αθέμιτος ανταγωνισμός κ.ά.) είναι ορατοί και πολλοί και γι’ αυτό η Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.) του Παραρτήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. αποφάσισε ομόφωνα τη συγκρότηση Ομάδας Εργασίας με στόχο την καταγραφή των προβλημάτων που προκύπτουν από τη συμφωνία των Πρεσπών και αφορούν στην κατοχύρωση των προϊόντων του αγροδιατροφικού τομέα στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές και να προτείνουν ενδεχόμενες λύσεις επ’ αυτών.»