Για ελάτε μου δω, κ.κ. Τσιόδρα, Χαρδαλιά, Σύψα κ.λ.π. φανφαρολόγοι / λοιμωξιολόγοι και αμετροεπείς πολιτικοί, όλοι μαζί χαρμάνι! Και κυρίως, εσύ, κ. Μητσοτάκη, που καμαρώνεις σαν γύφτικο σκεπάρνι, με ύφος χαζοπετεινής χαλκόκοτας σε οίστρο, και μας λες για το πόσο μεγάλη ήταν η επιτυχία μας...
(: σας) στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού και πόσα εύσημα πήραμε ως χώρα και ως «σύστημα» υγείας από τον υπόλοιπο ζωολογικό κήπο των «έγκριτων» διεθνών ΜΜέδων! Σ’ εμένα να τα πείτε αυτά, σ’ εμένα τον απλό πολίτη –άκου, «απλός» πολίτης!- που είδα τα χάλια σας ιδίοις όμμασιν, τα χάλια σας, υμών των «περισπούδαστων» και «επωνύμων» πολιτών, των ειδικών, των «εγκρίτων» και λοιπών τρωκτικών! Κι αν δεν ήταν η τύχη κι οι Θεοί της Ελλάδας να φυλάξουν τούτον τον έρημο τόπο, πολλοί Έλληνες θα είχαν χαθεί! Πάρα πολλοί!
Αλλά ας μιλήσω για την προσωπική μου περιπέτεια…
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες, «άρπαξα» κάτι… Αν και δε συνηθίζω να αναφέρομαι σε ζητήματα προσωπικά, εδώ θα κάνω μια εξαίρεση, επειδή θεωρώ ότι αυτό αφορά στο δημόσιο συμφέρον. Επί σχεδόν μία εβδομάδα, το προσπερνούσα –στην αρχή, δεν πήγε ο νους μου καν, και στη συνέχεια, στρουθοκαμήλιζα, είναι αλήθεια, για να μη με κυριεύσει ο φόβος- αλλά όταν είδα να επιδεινώνονται ολοένα και περισσότερο κάποια πολύ σοβαρά συμπτώματα –εκτός από τον πυρετό- ταράχτηκα (όπως ήταν φυσικό) και απευθύνθηκα πρώτα στο 1135 (γραμμή πολιτικής προστασίας για τον κορωνοϊό, «προστασία» τρομάρα τους!). Με άκουσαν προσεκτικά –αυτό να λέγεται!- μίλησα και με γιατρό και μου συνέστησαν, τελικά, να… μείνω σπίτι! Επειδή, όμως, τα προβλήματα γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικά (αρτηριακή πίεση που σκαμπανέβαζε άσχημα, καρδιακοί παλμοί στον ουρανό, σχετική ελάττωση όρασης κ.λ.π.), συμβουλεύτηκα το γιατρό μου (που τον είχα ενημερώσει ήδη) και μου συνέστησε, για καθαρά προληπτικούς λόγους, να πάω στο νοσοκομείο. Την περασμένη Κυριακή, λοιπόν, πήγα στον Ευαγγελισμό, στα εξωτερικά ιατρεία. Στην είσοδο (έξω), ήρθε μια γιατρός και με θερμομέτρησε. Βρήκε 35,8! Απύρετη και καλά –και με υποθερμία μάλιστα!- ενώ εγώ έκαιγα (είχε και 40 βαθμούς θερμοκρασία)!
Καταλάβατε τώρα πόση αξιοπιστία έχουν αυτού του είδους οι «θερμομετρήσεις»! Η γιατρός με ρωτούσε επίμονα να της πω το όνομα του θεράποντος ιατρού μου για να το σημειώσει. Της εξήγησα ότι είναι ιδιώτης, επέμενε και πάλι. Της ζήτησα να μου πει τι το ήθελε και μου είπε με ύφος δέκα καρδιναλίων ότι «συλλέγουν στοιχεία»! Οπότε κι εγώ της απάντησα ψυχρά: «Εγώ ούτε γεννήθηκα ρουφιάνα, ούτε και θα πεθάνω ρουφιάνα!» Με κοίταξε με κάτι μάτια κυπρίνου, άτονα και ψαρίσια πάνω από τη χαλαρά φορεμένη μάσκα, και μισοτσαντισμένη, μου είπε: «Όπως θέλετε!» Η αποστολή της (του φακελώματος) είχε αποτύχει… Η συζήτηση έληξε εκεί, μπήκα μέσα και, στον προθάλαμο, με «υποδέχθηκαν» 2 γιατροί, με θερμομέτρησαν και αυτοί, και βρήκαν 37,2! Πάλι καλά! Αυτοί, τουλάχιστον, κάτι είχαν πιάσει σε πυρετό! Τους εξήγησα ότι είχα έρθει γιατί είχα κάποια συμπτώματα και γιατί ίσως έπρεπε να κάνω τεστ για τον κορωνοϊό. Με ρώτησαν: «Εσείς γιατί ήρθατε, τελικά; Για τα συμπτώματα ή για το τεστ;» «Εγώ θα σας πω;» τους έκοψα. «Εσείς πρέπει να μου πείτε!». Τέλος πάντων, μου έκαναν νόημα βαριεστημένα να περάσω –όχι σε κάποιο ειδικό τμήμα- αλλά δίπλα, στο Παθολογικό.
Και εκεί… η μεγάλη έκπληξη! The great surprise! Σε ένα στενό διάδρομο –πολύ πολύ στενό!- ένα πλήθος –πλήθος!- αρρώστων, πολλοί χωρίς μάσκες, ετοιμόρροπα γεροντάκια, αναξιοπαθούντες και σερνάμενοι, φορεία που σπρώχνονταν και σε κόλλαγαν στον τοίχο και όλοι αυτοί μαζί, ασθενείς και προσωπικό, συνωθούμενοι έξω από μια δίφυλλη πόρτα, που ανοιγόκλεινε (εκεί μέσα ήταν το Παθολογικό). Στην αίθουσα του πολύπαθου εκείνου… Παθολογικού (όνομα και πράμα!), υπήρχαν άλλοι τόσοι και παραπάνω, πλήθος ασθενείς, μαζεμένοι όλοι και στριμωγμένοι σαν σαρδέλες, χωρίς μάσκες –και πολλοί γιατροί και νοσοκόμοι επίσης, έτσι κι αυτοί, χωρίς μάσκα! Κι αυτά να συμβαίνουν την ίδια ώρα, που μας κουνάγανε ανελλιπώς στην τηλεόραση το δάχτυλο, για να φοράμε μάσκα ακόμα και στο βουνό οι αλήτες!
Αλλοδαποί μόνο ένα δύο υπήρχαν (φοβούνται, φαίνεται πια, κι αυτοί να πάνε), μια κοπέλα μαύρη θυμάμαι, όρθια με μάσκα και κολλημένο σχεδόν το πρόσωπο στον τοίχο. Φοβόταν, ήταν φανερό. Τη λυπήθηκα προς στιγμήν, είχε ένα τόσο απελπισμένο ύφος, αλλά είχα να σκεφτώ τον εαυτό μου. Με έπιασε τρέλα! Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης βάρεσε καμπανάκι και… Ξαναπάμε με το σύζυγο πίσω στους 2 γιατρούς, όπου τους λέω: «Μα και να μην έχω κορωνοϊό, εκεί μέσα θα κολλήσω!» «Μάλλον», μου απαντούν ψυχρά.
Οπότε, φεύγουμε. Χωρίς να το θέλω, σκέφτηκα ότι δε μετάνιωνα καθόλου, που δεν είχα παρασυρθεί από το «γενικό κλίμα» και δεν είχα χειροκροτήσει στα… κουτουρού τους πάντες, αλλά επέμενα πάντα να χειροκροτώ συγκεκριμένους Ανθρώπους (Ανθρώπους!), γιατρούς και νοσοκόμους: αυτούς που αξίζουν πραγματικά! Και μόνον αυτούς! Αλλά η αγανάκτησή μου , παρά το χάλι μου, ήταν στο ζενίθ, κυρίως για κάτι άλλο: Για το χαμό που γινόταν σε ένα κεντρικό δημόσιο νοσοκομείο εν μέσω… πανδημίας και «αυστηρότατων» μέτρων ασφαλείας, την ίδια ώρα που στις παραλίες οι «ράμπο» / φύλακες ρομφαιοφόροι και προστιμοφόροι της «δημόσιας υγείας» κυνηγούσαν τις… ομπρέλες με το υποδεκάμετρο και οσμίζονταν τον αέρα σαν λαγωνικά μήπως και έπιαναν καμιά «ύποπτη» μυρωδιά από μπιρίτσα σε καμιά ξαπλώστρα!
Τέτοια υποκρισία! Και κατάλαβα ότι αν μέχρι πριν λίγο καιρό, οι «επίσημοι» λοιμωξιολόγοι «μας» θέλανε σαν τρελοί… κρούσματα και θανάτους και βαφτίζανε άπαντες ως κορωνο-πεθαμένους, τώρα (που δεν τους πολυέκατσαν εμβόλια και πανάκριβες θεραπείες επί της παρούσης και απλά, περιμένουν το «δεύτερο κύμα» μήπως η μπίζνα πάει καλύτερα!), γράφουν στα «μέζεά τους» την πανδημία –δεν πα να γίνει ό,τι θέλει! Κι όποιος ζήσει έζησε, αν βρεθεί κανένας θετικός!- αρκεί να μην ακουστεί το ζήτημα και… ταραχθεί το παρόν σχέδιο για τον Τουρισμό και την «επανεκκίνηση» της Οικονομίας! Γιατί από κάπου πρέπει να βγουν λεφτά, βρε αδελφέ! Πώς θα συνεχίσουν να τρώνε όλοι αυτοί οι βρικόλακες, πώς θα συνεχίσουν να μας πίνουν το αίμα, αν δεν βρίσκουν πια… πλάσμα να ρουφήξουν;
Μην τους πιστεύετε, μην τους πιστεύετε ό,τι και να λένε! Είναι ανάλγητοι και ασυνείδητοι! Και μόνο για την κονόμα τους και την καρέκλα τους νοιάζονται! Κρίμα που μες στην ταραχή μου να πάω στο νοσοκομείο, έφυγα χωρίς «εξοπλισμό» από το σπίτι και δεν είχα μια κάμερα να τραβήξω όσα βίωσα! Θα τους έφτιαχνα απ’ την καλή! Γιατί οι δημοσιογραφοπαπαγάλοι δε θα πάνε να κάνουν εκεί ρεπορτάζ: στα εξωτερικά ιατρεία! Θα συνεχίσουν να κυνηγάνε τους πιτσιρικάδες στα παρκάκια, μην τυχόν και ακούσουν λίγη μουσική ή –ακόμα χειρότερα, άκουσον άκουσον!- πιούνε το αμαρτωλό «αλκοόλ» και… κολλήσουν κορωνοϊό λόγω «συνωστισμού» και «συγχρωτισμού»! Ή θα τριγυρνάνε οι ΜΜέδες σαν τις άδικες κατάρες στις αμμουδιές, μην τυχόν και μπερδευτεί ο ιός στα φύκια και πιάσουν αρρώστια οι τσούχτρες!
Το δια ταύτα σχετικά με τον εαυτό μου: πήγα σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, πλήρωσα (όχι παράλογα πράγματα) κι έκανα το τεστ (σε απόλυτα ελεγχόμενο και αποστειρωμένο περιβάλλον, μόνη μου, κι όχι μ’ άλλους 100!), βγήκε αρνητικό, αλλά μου χορηγήθηκε θεραπεία για κορωνοϊό προληπτικά (υπάρχει κάποια ενδεικνυόμενη θεραπεία), με την οποία, όμως –οφείλω να το πω- τα συμπτώματα υποχώρησαν θεαματικά και σχεδόν άμεσα! Και τώρα είμαι σχεδόν καλά! Και χρωστάω ευχαριστώ, στο γιατρό μου και στους ανθρώπους που με εξέτασαν! Και μόνο σ’ αυτούς! Δεν ξέρω αν ήταν ή δεν ήταν κορωνοϊός –ή τι ήταν, αυτό που πέρασα! Ο γιατρός μου, παρότι είμαι ακόμα «καραντίνα», όπως μου το υπέδειξε -σωστό! Για να μην κολλήσουν κι άλλοι, κάποια λοίμωξη ήταν, στο τέλος τέλος, και σέρνονται πολλές απ’ όσο κατάλαβα- μου συνέστησε, εφόσον παραμείνω απύρετη επί μία εβδομάδα (κοντεύει, είμαι σχεδόν καλά πια!) να ξαναγυρίσω στις ασχολίες μου, να μην κάνω άλλες εξετάσεις και με ταλαιπωρήσουν (άδικα, συνήθως), να χαλαρώσω καθότι καλοκαίρι πια προ των πυλών, και να το… ξεχάσω!
Πάντως, δεν ξεχνώ ΠΟΤΕ το τι είδα στον Ευαγγελισμό, ούτε και την υποκρισία και το δούλεμα των «υπευθύνων» για την υγεία μας! Ένα έχω να πω και απευθύνομαι στους “επισήμους” του κυβερνητικού “κρονοϊού” κ.κ. Τσιόδρα, Χαρδαλιά, Μητσοτάκη, Κικίλια και δε συμμαζεύεται: «Ντροπή σας, άθλιοι πολιτικοί και αγύρτες «ειδικοί»!»
Ντορέτα Πέππα.