Στα παραμύθια της Χαλιμάς.
Σε ένα από τα ταξίδια του ο καπετάνιος Σεβάχ, αντάμωσε σε μια ερημιά ένα γέρο που με νοήματα του έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε να τον περάσει απέναντι από ένα ρηχό ποταμάκι κουβαλώντας τον στην πλάτη του.
Ο Σεβάχ δέχτηκε.
Αλλά, όταν τον πέρασε, ο γέρος δεν ήθελε να κατέβει από την πλάτη του καπετάνιου με τίποτα. Έμπηξε τα μακριά του νύχια του στο κορμί του Σεβάχ και κάθε φορά που εκείνος προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον γέρο, τα βύθιζε πιο πολύ στο δύστυχο ανθρώπινο υποζύγιό του.
Εκεί έτρωγε, εκεί έκανε και τις φυσικές του ανάγκες. Πάνω στο σώμα του Σεβάχ.
Τον οδηγούσε με νοήματα όπου ήθελε να κατευθυνθούν και απαιτούσε και έπαιρνε το μεγαλύτερο και καλύτερο μερίδιο από την τροφή που δύσκολα εύρισκε ο Σεβάχ, ο οποίος εννοείται, από την ταλαιπωρία και τις στερήσεις είχε εξαντληθεί.
Υπάρχει μια οικογένεια, μια φαμίλια καλύτερα, που κάτι δεκαετίες τώρα.
Είναι γαντζωμένη σαν τον γέρο του παραμυθιού στο σώμα της Ελλάδας.
Τρέφεται από το υστέρημα και τον κόπο των Ελλήνων, ενώ παράλληλα τα μέλη της έχουν κάνει τεράστια περιουσία.
Έχει πιάσει τις καλύτερες θέσεις στη ζωή.
Οδηγεί τον λαό μόνον εκεί που είναι το συμφέρον της φαμίλιας και των πτωματοφάγων που την ακολουθούν.
Λερώνει τον Ελληνισμό με τις ακαθαρσίες της.
Ό,τι και αν κάνει, είναι προσανατολισμένο με μοναδικό στόχο την μακροημέρευση και την ευημερία της φαμίλιας και των κολαούζων της.
Δεν έχει προσφέρει τίποτα στον τόπο.
Μα τίποτα.
Σε κανένα τομέα.
Θλιβερός ο απολογισμός από την παρουσία της στην πολιτική ζωή του τόπου όλα αυτά τα χρόνια.