Πήγα στον λογιστή, για τη φορολογική δήλωση.
Του έδωσα κάποιες διευκρινίσεις και συμπλήρωσε τα στοιχεία που του έλειπαν, ας πούμε τον ΑΦΜ του παιδιού. Σπουδάζω παιδί, πληρώνω το σπίτι του, τα έξοδά του. Δεν εκπίπτει τίποτα. Είναι τεκμήριο....
Τσεκάραμε τα ποσά, διατρέξαμε πάνω-κάτω τη φόρμα και ο λογιστής έκανε ένα νευρικό κλικ με το mouse. Καλύτερα να πατούσε σκανδάλη. Όταν είδα το ποσό, χαμογέλασα.
Μου φάνηκε μια χαρά. Ήμουν έτοιμος να κατέβω με τα γόνατα στο Μαξίμου να ζητήσω συγγνώμη από τον Αλέξη για όλα όσα έχω πει. Όμως έχω πρεσβυωπία. Και δεν φορούσα γυαλιά. Έχασα ένα ψηφίο. Όταν έβαλα τα γυαλιά, τα είδα όλα.
Μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει μόνο μπροστά στα μάτια μου. Πέρσι είχα πληρώσει ένα ποσό που μου φάνηκε εντάξει.
Φέτος ο λογαριασμός ήταν τα δεκαπλάσια. Πήρα τον καπνό του λογιστή και έστριψα ένα τσιγάρο. Δεν καπνίζω. Προφανώς ήθελα να κάνω κάτι αυτοκαταστροφικό. Από το να κοπανήσω χέρι ή, ακόμα χειρότερα, το κεφάλι στο γραφείο, καλύτερα να κάψω καμιά πνευμονική κυψελίδα. Πήρα μία βαθιά τζούρα. Πνίγηκα. Έβηξα σαν φυματικός σε κάτι cult τραγούδια του Καζαντζίδη.
Έγειρα μπροστά, πήγα να πέσω από την καρέκλα. Κρατήθηκα από το γραφείο. Ζαλίστηκα. Πρέπει να έπεσε η πίεση. Τα μάτια μου δάκρυσαν. Ήταν από το τσιγάρο, όχι από το σοκ. Άλλωστε έχω περάσει και χειρότερο, όταν από λάθος βρέθηκα να χρωστάω 50.000 ευρώ στο ΤΕΒΕ. Με το τσιγάρο, όμως, την άκουσα κανονικά. «Δεν μπορεί, ρε» του είπα. «Κάτι δεν κάνεις καλά, κάπου χτυπάει το σύστημα». Χτυπούσε και η φλέβα στο μέτωπο. Έτσι δεν έρχονται τα εγκεφαλικά; Έγειρα πίσω στην καρέκλα. Τέντωσα τα πόδια και κοίταξα το τσιγάρο στο χέρι μου. «Γιάννη, δεν έχω αυτά τα λεφτά, δεν μπορώ να τα πληρώσω» είπα και πήρα βαθιά τζούρα. Και όσο ο καπνός ήταν στον λαιμό, στο μυαλό, σε όλη μου την ύπαρξη, για εκείνο το μαγικό δευτερόλεπτο πίστευα ότι το πρόβλημα ήταν δικό τους, όχι δικό μου. Σαν να βλέπεις εφιάλτη και γνωρίζεις ότι μπορείς να ξυπνήσεις όποτε θέλεις.
Όμως ήμουν ξύπνιος και η ψευδαίσθηση διαλύθηκε με τον καπνό στο ταβάνι του λογιστικού γραφείου. «Είναι που πληρώνεις 100% προκαταβολή για τον επόμενο χρόνο, συν η εισφορά αλληλεγγύης, συν που ανέβηκες κλίμακα επειδή έβγαλες κάτι παραπάνω». Σωστά. Και αυτό είναι κακό. Που λέτε, αν την προηγούμενη χρονιά έβγαλα 100 ευρώ παραπάνω, τώρα πρέπει να πληρώσω 60 στην εκκαθάριση φόρου.
Και δεν θέλω να θυμάμαι τι έχω πληρώσει ως φόρους στη διάρκεια της χρονιάς. Μου το έλεγαν και δεν το πίστευα. Από ένα σημείο και μετά δεν σε συμφέρει να δουλεύεις. Η φορολογική επιβάρυνση είναι τόσο μεγάλη, που δεν αξίζει τον κόπο. Και όταν δεν έχεις να πληρώσεις, κάνεις διακανονισμό. Φτάνεις, δηλαδή, κάθε μήνα να είσαι 50%-50% με το κράτος. Θα φτάσουν οι εκλογές και θα ψηφίσεις εκείνον που θα σου υποσχεθεί περισσότερες δόσεις για να ξοφλήσεις τα χρέη σου.
Είσαι όμηρός του. Και βέβαια βλέπεις εντελώς διαφορετικά οτιδήποτε έχει να κάνει με το κράτος και αυτούς που το «τρέχουν». Ανοίγεις την τηλεόραση, πετυχαίνεις τον πρωθυπουργό με τη γραβάτα και λες «χαλάλι, ρε μάγκα, έχω πληρώσει τα φώτα, τον ήχο και τους τεχνικούς της εκδήλωσης».
Διαλέγεις έναν μετακλητό και τον υιοθετείς, όπως κάνουν οι άλλοι με τα παιδάκια στον τρίτο κόσμο.
Λες, ας πούμε, ότι συντηρείς το άλλο το αριστερο παλικάρι που είναι στη Βουλή και έχει στο βιογραφικό του ότι συμμετείχε στην «εξέγερση» του 2008.
Παρακολουθείς τις αναρτήσεις τους στα social, καμαρώνεις τις θέσεις τους, μοιράζεσαι το κέφι τους, παίρνεις διπλή χαρά τα Χριστούγεννα. Και όταν κάθε μήνα πληρώνεις τη δόση, ελπίζεις ότι κάποια στιγμή θα αναγνωρίσουν την προσφορά σου. Αισθάνεσαι ευεργέτης αυτού του κράτους. Αξίζει να δεις το όνομά σου χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα στη Βουλή, αλλιώς, κουφάλες, θα πας να το γράψεις μόνος σου με σπρέι.