Του Αλκιβιάδη Κεφαλά*
Στην Αρκαδία, όταν φθινοπωριάζει, ο αέρας κατεβαίνει από το Μαίναλο σαν δροσερή ανάσα που ξεχάστηκε. Από τα 85 χωριά του Δήμου Τρίπολης, μόνο σε 5 θα ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβριο. Οι αυλές χορτάριασαν μέχρι τον ασβέστη, οι πόρτες κλειστές, κι ένα κουδούνι κρεμασμένο που δεν ξέρεις αν είναι μουσικό όργανο ή ενθύμιο. Εκεί, μέσα στη σιωπή, ακούγεται καθαρά μια αλλαγή αιώνα.
Κάποτε το κράτος ήταν υπόσχεση ζωής, ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο ταχυδρόμος, ο χωροφύλακας. Τώρα το κράτος έγινε διαχειριστής έργων και μίζας. Δεν είναι μόνο η δημογραφία, αν και αυτή δίνει το πρώτο πλήγμα. Λιγότερα παιδιά, λιγότεροι κάτοικοι, λιγότερες φωνές στις αυλές. Είναι κι εκείνη η αδιόρατη μετατόπιση της πολιτικής μορφής που τη νιώθεις στο πετσί σου πριν καταλάβεις ότι σου ξέρανε την ψυχή.
Από το έθνος-κράτος που έστησε θεσμούς και τους έβαλε παντού για να χωρέσουν όλοι, επιστρέψαμε στις αυτοκρατορίες για να ταΐζουμε τον ηγεμόνα. Σήμερα, αυτό που σχηματικά ονομάζουμε κράτος, μετασχηματίστηκε σε μια υπερδομή-ΜΚΟ. Ευρωπαϊκά ταμεία, προγράμματα, «συνέργειες», ιδρύματα, ανάδοχοι. Η πολιτική έγινε έργο ΟΠΕΚΕΠΕ, προκηρύξεις, παραδοτέα, μίζες. Κι όσο περισσότερα έργα τόσο λιγότερη η αίσθηση της μόνιμης παρουσίας.
Κάποτε, σε ένα χωριό της Τεγέας, η καφετζού μού έλεγε: «Το σχολείο, παιδί μου, είναι σαν καφενείο του μέλλοντος. Αν κλείσει, δεν μαζευόμαστε πουθενά». Δεν μιλούσε για νούμερα, μιλούσε για ρίζες. Γιατί το σχολείο δεν είναι μόνο μάθημα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το κράτος λέει σε μια κοινότητα «είμαι εδώ και σας στηρίζω επειδή στηρίζομαι σε εσάς».
Όταν οι ρίζες χαθούν, το έθνος και το κράτος πεθαίνουν. Από τη στιγμή που οι ρίζες αντικαθίστανται από οικονομικούς δείκτες και «δράσεις ενίσχυσης δεξιοτήτων», κάτι αλλάζει στον συμβολισμό. Το κράτος παύει να είναι ο καφενές του μέλλοντος. Διαλύεται το έθνος.
Όταν η μέριμνα για τον τόπο «σπάσει» λογιστικά σε έργα, η ευθύνη διαχέεται. Δεν ξέρεις ποιος αποφάσισε να κλείσει μια τάξη, ποιος μέτρησε το κόστος και το όφελος, ποιος θα λογοδοτήσει όταν το λεωφορείο των παιδιών αργήσει ή όταν μια γιαγιά ταξιδεύει τρεις ώρες για παθολόγο. Η πολιτική γίνεται τεχνικό ζήτημα προμηθειών που ντύνεται με λέξεις ακατανόητες, «συνέργεια», «εταιρική κοινωνική ευθύνη», «καινοτομία», «κινητικότητα».
Η Αρκαδία είναι ο καθρέφτης της γενίκευσης. Όλη η περιφέρεια της χώρας ζει αυτόν τον αργό, επιμελώς μεθοδευμένο και προγραμματισμένο θάνατο. Η Αθήνα γέμισε αίθουσες συνεδρίων και εξαγγελίες «πράσινης μετάβασης», «ψηφιακού μετασχηματισμού», «κοινωνικής ένταξης». Εδώ, επειδή η γλώσσα της πολιτικής γίνεται γεωμετρία δεικτών, το κουδούνι είναι περιττό αντικείμενο. Η γλώσσα της κοινότητας διηγούνταν το αντίθετο, «το παιδί αξίζει την αυλή του, οι κάτοικοι το καφενείο τους». Κι αυτή την πρόταση, αν τη γράψεις στον πίνακα και την κοιτάξεις χωρίς ιδεολογίες, είναι ο ορισμός του πολιτισμού.
Το έθνος-κράτος κουράστηκε. Όμως, η υπερδομή που στήθηκε σε αντικατάστασή του δεν είναι μόνιμη, είναι το προσωρινό του είδωλο. Κάποτε θα σταθούμε όρθιοι, θα ξαναβρούμε τη ραχοκοκαλιά του έθνους μας, τους θεσμούς που δεν θα είναι για άλλους, αλλά θα αποτελούν τη δική μας καθημερινότητα.
Στο τέλος, όλα θα επιστρέψουν στο ίδιο σημείο, στη μικρή αυλή με το σκουριασμένο κουδούνι. Αν χτυπήσει ξανά, δεν θα είναι γιατί βρέθηκε ο πολιτικός σωτήρας-λαμόγιο, αλλά επειδή η ίδια η ανάγκη αποφάσισε ότι η πολιτική δεν είναι μίζες έργων αλλά υπόσχεση ζωής.
Γι’ αυτό, όταν ακούσεις τον Μητσοτάκη να ρωτά «πόσο κοστίζει να κρατήσουμε ανοιχτό ένα σχολείο», κάν’ του την πιο ακριβή ερώτηση: «Πόσο κοστίζει να το κλείσουμε;» Μέτρα το σε χιλιόμετρα μοναξιάς, στα χαμένα παιδικά χρόνια, σε οικογένειες νομάδων που δεν θα ριζώσουν πουθενά. Το ισοζύγιο θα βγει μόνο του.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών