Η κατασκευή του χαρτιού στηρίζεται σε ορισµένες απλές ιδιότητες των φυτών. Το χαρτί πλάθεται από φυτικές ίνες, δηλαδή ίνες κυτταρίνης που είναι οι µόνες που έχουν την ιδιότητα να συνδέονται µεταξύ τους σταθερά, µε χηµικούς δεσµούς υδρογόνου. Μέσω της χλωροφύλλης και της δέσµευσης του ηλιακού φωτός τα φυτά παράγουν αυτές τις ίνες που βρίσκονται κυρίως στον φλοιό και σκοπό έχουν την προστασία των ζωτικών τους οργάνων. Στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξης των κυττάρων αυτών, το φυτό προσθέτει τη λιγνίνη, φυσική κόλλα που ισχυροποιεί τα τοιχώµατα, αλλά που είναι ανεπιθύµητη στη χαρτοποιία, γιατί είναι αυτή που οδηγεί σε γήρανση το χαρτί και κάνει τις εφηµερίδες να κιτρινίζουν.
Η παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής χαρτιού αρχίζει λοιπόν µε την επιλογή κατάλληλων τµηµάτων φυτών (ή δευτερογενώς από κουρέλια, ρούχα που έχουν κατασκευαστεί από φυτικές ίνες, όπως λινά ή βαµβακερά αλλά και λινάτσες που συχνά κατασκευάζονταν από κάνναβη) τα οποία απαλλάσσονται µε χηµικό τρόπο από τη λιγνίνη και κατόπιν γίνονται πολτός και εισάγονται σε νερό. Οι φυτικοί ιστοί αποδοµούνται (µε άλεση ή χτύπηµα) ώστε να γίνουν πολτός. Ο πολτός αραιώνεται µε µεγάλη ποσότητα νερού (περίπου 95-99%) ώστε οι ίνες να αιωρούνται σε απόσταση µεταξύ τους. Αµέσως µετά, το χαρτοποιητικό καλούπι (papermaiking mould, είδος κρησάρας µε διάτρητη επιφάνεια) στραγγίζει τις φυτικές ίνες. Οσο το νερό αποµακρύνεται οι ίνες πλησιάζουν µεταξύ τους, κολλάνε και µετατρέπονται από µόνες τους σε φύλλο χαρτιού.
Για 17 αιώνες, Κινέζοι και Αραβες χρησιµοποιούσαν διάφορα φυτά (χαρτοµουριά, γκάµπι, µιτσουµάτα, κάνναβη, βαµβάκι). Από τη στιγµή που επετεύχθη η πολτοποίηση του ξύλου (η πρώτη µηχανή του είδους εφευρέθηκε το 1840) η ξυλεία έγινε το βασικό µέσο παραγωγής χαρτιού.
Στην Ευρώπη πάντως, που πήρε τους τελευταίους αιώνες τα ηνία στον κλάδο, η παραγωγή χαρτιού αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα µε την τυπογραφία. Πριν από το 1450 χαρτόµυλοι υπήρχαν κυρίως στη Νότια Ευρώπη (Νότια Γαλλία, Ιταλία, Καταλωνία) αλλά σταδιακά το βάρος µετατοπιζόταν όλο και βορειότερα. Οι σχεδόν συνώνυµες µε τη χαρτοβιοµηχανία Σουηδία και Φινλανδία εισήγαγαν τη χαρτοποιητική µόλις τον 17ο αιώνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι µέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε έγινε εφικτή η πολτοποίηση του ξύλου, η Ευρώπη βάσισε την παραγωγή χαρτιού στην πολτοποίηση κουρελιών. Οταν πια η παραγωγή αυξήθηκε και τα κουρέλια δεν επαρκούσαν, κράτη και ιδιώτες χρειάστηκε να επιστρατεύσουν τη φαντασία τους. Το αγγλικό Κοινοβούλιο απαγόρευσε, το 1666, τη χρήση λινών υφασµάτων για το σαβάνωµα νεκρών εξοικονοµώντας 90.000 κιλά υλικό χαρτοπαραγωγής.
Μια διαφήμιση του 1792 σε έντυπο των ΗΠΑ έλεγε: «Ο Μόζες Τζόνσον πληροφορεί όλες τις µικρές κυρίες και τους άλλους πελάτες του ότι παραλαµβάνει όλα τα είδη βαµβακερών ή λινών κουρελιών και ευελπιστεί ότι θα ενθαρρυνθούν να τα φυλάξουν, όταν πληροφορηθούν ότι µε µιάµιση λίβρα κουρελιών θα αποκτήσουν ένα αναγνωστικό ή µυθιστόρηµα, ή µία γιάρδα κορδέλα, δύο δακτυλήθρες, δύο δακτυλίδια, 12 καλές βελόνες, δύο κλωστές µε χάντρες, έναν σουγιά, εννέα σειρές καρφίτσες. Με 4 λίβρες κουρελιών θα αποκτήσουν ένα ζευγάρι µεγάλες πόρπες ή τη διάσηµη Ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου,που έζησε 28 χρόνια σε ένα ακατοίκητο νησί».