Η Ελλάδα το 2008 είχε μεν δημόσιο χρέος στο 112% του ΑΕΠ της, αλλά το συνολικό χρέος της, το ιδιωτικό και το δημόσιο δηλαδή, ήταν στα επίπεδα της Γερμανίας – ενώ το επόμενο έτος, παρά την (τεχνητή) διόγκωση των ελλειμμάτων, το συνολικό χρέος της παρέμενε χαμηλότερο από πολλές χώρες (γράφημα).
Ο ιδιωτικός της τομέας λοιπόν ήταν απολύτως υγιής, με ελάχιστα κόκκινα δάνεια, οι τράπεζες επίσης, δεν υπήρχε καμία φούσκα ακινήτων όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία, ενώ το χρηματοπιστωτικό της σύστημα δεν ήταν εκτεθειμένο στα ανυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. – τα οποία κόστισαν μόνο στη Γερμανία διασώσεις της τάξης των 500 δις €.
Από την άλλη πλευρά μόνο η ακίνητη περιουσία του κράτους, χωρίς τα ενεργειακά αποθέματα, είχε υπολογιστεί από το ΔΝΤ στα 300 δις € (πηγή) – όταν άλλες χώρες όπως η Γερμανία, είχαν ήδη ιδιωτικοποιήσει τα πάντα. Ακόμη και μερικά χρόνια αργότερα δε, παρά το έγκλημα των μνημονίων, το συνολικό καθαρό χρέος της ήταν στα επίπεδα των Η.Π.Α., τα οποία φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί (πηγή) – ενώ τα ιδιωτικά ακίνητα ήταν κατά 500 δις € περίπου ακριβότερα από ότι σήμερα (στα 678 δις $ το 2014 έναντι 1,2 τρις $ το 2007), σύμφωνα με την έκθεση της Credit Suisse
Κράτος | Δημόσιο | Επιχειρήσεις | Νοικοκυριά | Τράπεζες | Σύνολο |
Ολλανδία | 83 | 127 | 115 | 362 | 687 |
Ιρλανδία | 115 | 189 | 85 | 291 | 680 |
Δανία | 60 | 114 | 129 | 235 | 538 |
Ιαπωνία | 234 | 101 | 65 | 117 | 517 |
Μ. Βρετανία | 92 | 74 | 86 | 183 | 435 |
Ισπανία | 132 | 108 | 73 | 89 | 402 |
Γαλλία | 104 | 121 | 56 | 93 | 374 |
Ιταλία | 139 | 77 | 43 | 76 | 335 |
Κίνα | 55 | 125 | 38 | 65 | 283 |
Η.Π.Α. | 89 | 67 | 77 | 36 | 269 |
Γερμανία | 80 | 54 | 54 | 70 | 258 |
Παράλληλα οι καταθέσεις των Ελλήνων είχαν εκτοξευθεί στα 260 δις € περίπου, σε σχέση με τα 47 δις € που ήταν λίγο πριν το 2000 και τα 120 δις € σήμερα – ενώ το 2007 η χώρα μας συγκαταλεγόταν στις πλουσιότερες παγκοσμίως, με μέσο πλούτο ανά κάτοικο στα 136.800 $ έναντι 81.300 $ του 2015. Η αποτίμηση του χρηματιστηρίου της ήταν 196,39 δις € το 2007 (56,96 δις € σήμερα), όπου έχουν χαθεί περί τα 140 δις € – ενώ τα εισοδήματα των Ελλήνων ήταν σχεδόν κατά 50% υψηλότερα.
Την ίδια στιγμή το 90% περίπου των ομολόγων της χώρας ήταν σε εθνικό δίκαιο, οπότε μπορούσε το χρέος να μετατραπεί σε δραχμές και να εξυπηρετηθεί πληθωριστικά – ενώ ασφαλώς η Ελλάδα ήταν σε θέση να χρηματοδοτηθεί εσωτερικά, εκδίδοντας εθνικά ομόλογα (ανάλυση από το 2009) ή απ’ ευθείας από τις τράπεζες της.
Συμπερασματικά λοιπόν είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς πως μία τέτοια χώρα οδηγήθηκε στο ΔΝΤ το 2010 και καταστράφηκε εντελώς – ενώ αυτοί που ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, αφού είχαν (δήθεν) αυξηθεί στο 15,6% τα ελλείμματα της, προφανώς θέλουν να δικαιολογήσουν την προδοσία ή/και ανοησία τους, αφού οι σπατάλες του δημοσίου της ήταν τέτοιες που ήταν πολύ εύκολο να περιοριστούν.
Εύλογα επομένως θεωρούν αρκετοί πως επρόκειτο για την αποθέωση της ηλιθιότητας -ενώ φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί η πολιτική προδοσία, αφού δεν ήταν δυνατόν να κατηγορεί τους συμπολίτες του ένας πρωθυπουργός ως διεφθαρμένους και φοροφυγάδες εν μέσω παγκόσμιας κρίσης ή να δηλώνει ένας υπουργός οικονομικών στην Κομισιόν πως οι στατιστικές της χώρας ήταν παραποιημένες (ο δεύτερος μετά τον αντίστοιχο της ΝΔ), «εισπράττοντας» το γνωστό «The game is over».
Απαιτεί δε ιδιαίτερο «ταλέντο ανοησίας» να μετατρέπεις μία κρίση ρευστότητας που ο ίδιος προκάλεσες με τις δηλώσεις σου σε μία κρίση φερεγγυότητας – χωρίς καν να παίρνεις ανάλογα μέτρα, όπως θα ήταν η διαπραγμάτευση με τις τράπεζες-πιστωτές, αλλά να την καταδικάζεις μη νομιμοποιούμενος από τους Πολίτες ή τη Βουλή στο ΔΝΤ.
Το γεγονός πάντως ότι, οι δύο πρωτεργάτες των ανυπολόγιστων ζημιών που υπέστη η Ελλάδα παραμένουν ελεύθεροι, είναι αδύνατον να το καταλάβει κανείς – ενώ μπορεί μεν να επιδεινώθηκε κατά πολύ η τραγωδία από τις επόμενες κυβερνήσεις, αλλά ο μεγαλύτερος ένοχος ήταν ασφαλώς το «δίδυμο της καταστροφής» που εξέλεξαν οι Έλληνες «δημοκρατικά» το 2009.
Στα πλαίσια αυτά όταν ρωτούν ορισμένοι ποιά λύση έχουμε να προτείνουμε τώρα, δεν μπορούμε παρά να απαντήσουμε «καμία» – αφού υπήρχαν δεκάδες μέχρι σήμερα που τις κάψαμε αυτοκτονικά μια προς μία, ενώ όταν μία χώρα δεν τιμωρεί καν αυτούς που την οδήγησαν στο γκρεμό, δεν δικαιούται να ελπίζει.
Ολοκληρώνοντας, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ οικονομικό, αλλά πολιτικό και δυστυχώς επίσης κοινωνικό – ενώ δεν μπορούμε να εκλέγουμε κόμματα που, έχοντας πλήρη άγνοια της διακυβέρνησης μίας χώρας, δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για την εξουσία και τα προνόμια της, περιμένοντας να λύσουν τα προβλήματα μας.
Πόσο μάλλον όταν δεν μας δίνει το Σύνταγμα τη δυνατότητα να τα ελέγχουμε, να τα ανακαλούμε όταν κρίνουμε πως είναι ανάξια της θέσης τους, καθώς επίσης να τα τιμωρούμε όταν δεν τηρούν τις βασικές προεκλογικές τους δεσμεύσεις – προκαλώντας ανεπανόρθωτες ζημίες στην πατρίδα μας.